φοίβῳ

φοίβῳ
φοί̱βῳ , φοῖβος
pure
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φοιβώ — άω, Α [φοῑβος / Φοῑβος] 1. καθαίρω, εξαγνίζω 2. προφητεύω, φοιβάζω* …   Dictionary of Greek

  • Φοίβῳ — Φοί̱βῳ , Φοῖβος pure masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BUTES — I. BUTES Troianus a Camilla occisus est. Virg. Aen. l. 11. v. 690. Protinus Orsilochum et Buten duo maxima Teucrûm Corpora. Item Scitharum fluv. cui propinqui sunt Agathyrsi et Sarmatae. Tortellius. II. BUTES fil. Amyci, Bebryciorum Regis, qui ob …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… …   Dictionary of Greek

  • εφύμνιος — α, ο (ΑΜ ἐφύμνιος, ον) το ουδ. ως ουσ. το εφύμνιο(ν) επωδός ύμνου, το άσμα που συνοδεύει έναν ύμνο («ἔνθεν δὴ τόδε καλὸν ἐφύμνιον ἔπλετο Φοίβῳ», Απολλ. Ρόδ.) νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. το εφύμνιο(ν) σύντομος ύμνος που ψάλλεται κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • λατρεύω — (AM λατρεύω, Α ελεατ. τ. λατρείω) 1. αγαπώ τον θεό και τόν υπηρετώ με τέλεση τού τυπικού τής θρησκευτικής λατρείας («Φοίβῳ λατρεύων μὴ παυσαίμαν», Ευρ.) 2. αγαπώ πάρα πολύ, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι (α. «λατρεύει τον άνδρα της» β.… …   Dictionary of Greek

  • προφοιβώ — άω, Α 1. καθαίρω, εξαγνίζω προηγουμένως 2. μέσ. προφοιβῶμαι, άομαι προλέγω το μέλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φοιβῶ «καθαίρω, εξαγνίζω, προμαντεύω»] …   Dictionary of Greek

  • σπέρμα — (Βιολ.). Το έκκριμα των όρχεων του άνδρα. Βλ. λ. ουρογεννητικό σύστημα. * * * το, ΝΜΑ 1. σπόρος φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων φυτών» β. «σπέρματα δάσσασθαι και ἐπισπορίην ἀλέασθαι», Ησίοδ.) 2. φυσιολογικό υγρό που αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • φοίβησις — ήσεως, ἡ, Α [φοιβῶ] προφητεία …   Dictionary of Greek

  • φοιβάζω — Α [φοῑβος / Φοῑβος] 1. προλέγω το μέλλον, προφητεύω 2. εμπνέω («πάθος φοιβάζον τοὺς λόγους», Λογγίν.) 3. καθαίρω, εξαγνίζω, φοιβῶ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”